λαθρόβιος

λαθρόβιος
-α, -ο
1. αυτός που κυκλοφορεί παράνομα, χωρίς να τον αντιλαμβάνονται οι άλλοι: Τον περισσότερο καιρό ζούσε λαθρόβιος.
2. αυτός που έχει μυστικούς πόρους, ο ύποπτος: Ανησυχώ γιατί κάνει παρέα με λαθρόβιους.
3. για έντυπα με μικρή κυκλοφορία που συντηρούνται με άδηλους πόρους: Λαθρόβια εφημερίδα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • λαθρόβιος — α, ο 1. αυτός που ζει χωρίς να γίνεται αντιληπτός από τους άλλους, αυτός που ζει απομονωμένος 2. αυτός που δεν ασκεί αναγνωρισμένο, φανερό επάγγελμα, που έχει μυστικούς, ύποπτους πόρους ζωής 3. (για εφημερίδα ή περιοδικό) αυτός που έχει μηδαμινή… …   Dictionary of Greek

  • βίος — ο και βιος, το (AM βίος, ο) 1. η ανθρώπινη ζωή 2. ο τρόπος που ζει κανείς («αμέριμνος βίος», «ταλαίπωρος βίος») 3. ο χρόνος, η διάρκεια της ζωής 4. η εξιστόρηση της ζωής κάποιου, η βιογραφία 5. τα αγαθά, τα υπάρχοντα 6. ο πλούτος νεοελλ. 1. η… …   Dictionary of Greek

  • λαθρ(ο)- — (AM λαθρ[ο] ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που ανάγεται είτε στο επίρρ. λάθρα (πρβλ. λαθροβόλος, λαθρόνυμφος) είτε στο επίθ. λαθραῑος (πρβλ. λαθροθεατής) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται… …   Dictionary of Greek

  • λαθροβιώ — 1. ζω απομονωμένος 2. έχω μυστικούς πόρους ζωής. [ΕΤΥΜΟΛ. < λαθρόβιος. Η λ., στη μτχ. λαθροβιοῦσα, μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”