- λαθρόβιος
- -α, -ο1. αυτός που κυκλοφορεί παράνομα, χωρίς να τον αντιλαμβάνονται οι άλλοι: Τον περισσότερο καιρό ζούσε λαθρόβιος.2. αυτός που έχει μυστικούς πόρους, ο ύποπτος: Ανησυχώ γιατί κάνει παρέα με λαθρόβιους.3. για έντυπα με μικρή κυκλοφορία που συντηρούνται με άδηλους πόρους: Λαθρόβια εφημερίδα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.